ἐνναετηρίδας

ἐνναετηρίδας
ἐνναετηρίς
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενναετηρίς — ἐνναετηρὶς και ἐννεετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών («τρεῑς ἄγουσιν ἐνναετηρίδας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρις, θηλ. τού ηρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”